τραπεζορήτωρ

τραπεζορήτωρ
τρᾰπεζο-ρήτωρ, ορος, ,
A table-talker, Ath.1.22e.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τραπεζορήτωρ — table talker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζορήτωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που ρητορεύει την ώρα τού δείπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + ῥήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • τραπεζορήτορες — τραπεζορήτωρ table talker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”